αληθοέπεια

αληθοέπεια
η правдивость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αληθοέπεια" в других словарях:

  • αληθοέπεια — η [αληθοεπής] η αληθινολογία, το να λες την αλήθεια …   Dictionary of Greek

  • αληθοεπής — ές (Α ἀληθοεπής) αυτός που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + επὴς < ἔπος. ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοέπεια] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»